ατίναχτος

ατίναχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τινάχτηκε: Έχομε τα χαλιά μας ατίναχτα.
2. αυτός που δε ραβδίστηκε για να πέσει ο καρπός: Τις περισσότερες ελιές τις είχαν ακόμη ατίναχτες.
3. αυτός που δεν ανατινάχτηκε: Τελικά η γέφυρα έμεινε ατίναχτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατίναχτος — η, ο (AM ἀτίνακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τιναχτεί αρχ. μσν. ακίνητος, ατράνταχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”